- σακκούδιον
- σακκούδιον, τό, dub. sens. in pl., perh. articles of jewellery or feminine apparel, POxy.937.29 (iii A.D.), POsl.46.14 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σακκούδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακκούδιον — τὸ, Α στον πληθ. τὰ σακκούδια είδη χρυσοχοΐας ή είδη τού γυναικείου ιματισμού και καλλωπισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού σάκκος σχηματισμένο κατά το λινούδιον (< λίνον)] … Dictionary of Greek
σακκουδίου — σακκούδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)